πειρατήρια

πειρατήρια
πειρᾱτήρια , πειρατήριον
trial
neut nom/voc/acc pl
πειρατήριος
tentative
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταπειρατηρία — και ιων. τ. καταπειρατηρίη, ἡ (Α) 1. ναυτικό όργανο με το οποίο μετρούν το βάθος τής θάλασσας, ναυτική βολίδα, σκαντάλι 2. επιγρ. (πιθ. ερμ.) παλαμάρι τής άγκυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + *πειρατηρία (θηλ. τού πειρατήριος < πειρῶμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”